Η Ποταμούλα είναι χωριό του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται πάνω στον επαρχιακό οδικό άξονα Αγρινίου – Καρπενησίου και είναι το τελευταίο πεδινό χωριό αυτής της διαδρομής.
Είναι αραικατοικημένο χωριό και αυτό οφείλεται στο ότι ο κάθε κάτοικος, έχτιζε το σπίτι του εκεί που ήταν και το κτήμα του. Περιλαμβάνει μεγάλη έκταση, το μάκρος του είναι γύρω στα πέντε χιλιόμετρα. Το χωριό διασχίζουν στην αρχή δύο ποτάμια, το ένα έρχεται από το χωριό Αμπέλια (Αύλακες) και το άλλο από το χωριό Κυπάρισσος. Στο μέσον του χωριού τα δύο αυτά ποτάμια ενώνονται σε ένα, όπου τα νερά του χύνονται λίγο πιο κάτω, στον ποταμό Ζέρβα.
Ανάμεσα από την Ποταμούλα και το Μαλευρό βρίσκονται τα κοινώς λεγόμενα »ΣΤΕΝΑ» (επειδή χωρίζονται από δύο μεγάλους ισομερής βράχους όπου περνά ο Ποταμός Ζέρβας και συνεχίζει ως το γεφύρι της Φραγκόσκαλας ως τον Αχελώο Ποταμό.
Ένα μαγευτικό τοπίο που αξίζει να δει κανείς για τους λιγότερο τολμηρούς ή τους μη εξοικειωμένους με ορεινές πεζοπορίες, υπάρχουν πάντα οι φιλόξενες υδάτυνες »Κολυμπήθρες».
Οι «πύλες» των Στενώνβρίσκονται 2,7 χιλιόμετρα απόσταση από τον κεντρικό Ναό του Χωριού μας. Το καλοκαίρι είναι ιδανικό μέρος για δροσερές βουτιές αλλά και για ψάρεμα.Εκεί ορίζονται και τα σύνορα μεταξύ Ποταμούλας και Μαλευρού.
Άγιος Βλάσιος: χωριό, χτισμένο αμφιθεατρικά, “μπαλκόνι” με θέα στο θαυμάσιο φυσικό ανάγλυφο της περιοχής (ελατοσκέπαστοι λόφοι, πυκνή βλάστηση και οι τεχνητές λίμνες του Αχελώου). Στην περιοχή του Αγίου Βλασίου, στο ύψωμα της Κορομηλιάς, έγινε το 1823 μάχη μεταξύ των ανδρών του Καραϊσκάκη και τουρκικών δυνάμεων. Ο Άνω Άγιος Βλάσιος έχει 159 κατοίκους.
Καραμανέικα πανέμορφο ορεινό χωριό της Ακαρνανίας, πνιγμένο στα έλατα, παλαιό παραθεριστικό χωριό με καλό κλίμα.
Η ΧΟΥΝΗ, είναι ενας ορεινός οικισμός του Δ. Αγρινίου με βρύσες και τρεχούμενα νερά. Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής δεσπόζει σε όλη την περιοχή. Από τα αξιοθέατα του τόπου είναι οι 13 βρύσες του Μουσολίνι, η εκκλησία της Παναγιάς στις Λακκες, το φράγμα των Κρεμαστών, και η ομώνυμη λίμνη του. Η μάχη της Κορομηλιάς τον Γενάρη του 1823 με τον οπλαρχηγό Γεώργιο Καραϊσκάκη είναι από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της περιοχής.
Το 1965, άρχισε η κατασκευή του φράγματος των Κρεμαστών το οποίο δημιούργησε την ομώνυμη τεχνητή λίμνη τα νερά της οποίας κατέκλυσαν την Επισκοπή και τα άλλα μικρότερα χωριά της περιοχής. Οι κάτοικοι του χωριού, αφού πήραν κάποιες αποζημιώσεις για τις χαμένες τους περιουσίες, εγκατέλειψαν την περιοχή και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Αγρίνιο αλλά και σε άλλες πόλεις όπως στο Καρπενήσι, στη Λαμία, στην Αθήνα, αλλά και στο εξωτερικό.
Κάποιοι κάτοικοι, ωστόσο, παρέμειναν στην περιοχή και έχτισαν το σημερινό μικρό χωρίο που βρίσκεται δίπλα από τη γέφυρα που ενώνει Ευρυτανία και Αιτωλοακαρνανία. Απέναντι ακριβώς, στην πλευρά της Αιτωλοακαρνανίας βρίσκεται το χωριό Ψηλόβραχος. O Ψηλόβραχος είναι ένα από τα πιο ιστορικά χωριά της ορεινής Τριχωνίδας. Το χωριό μας είναι χτισμένο στις παρυφές της Τσόκας σε υψόμετρο 330 μετρών και έχει 80 μόνιμους κατοίκους. Φημίζεται για εύκολα προσβάσιμα σπήλαια, πλούσια σε σταλαγμίτες και σταλαχτίτες, για την σπηλιά του ήρωα Καραϊσκάκη καθώς και για την ξακουστή πηγή της Σάγδαρης, όπου γίνεται στις 6 Αυγούστου, το ετήσιο μεγάλο αντάμωμα όλων των κατοίκων των όμορων χωριών, όπως του Αγαλιανού, της Χαράστης και της Επισκοπής.
Αγαλιανός Αιτωλοακαρνανίας
Ο Αγαλιανός (Τοπική Κοινότητα Αγαλιανού – Δημοτική Ενότητα ΠΑΡΑΚΑΜΠΥΛΙΩΝ), ανήκει στον δήμο ΑΓΡΙΝΙΟΥ της Περιφερειακής Ενότητας ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ που βρίσκεται στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”.
Σημειωτέον ότι ο Αγαλιανός βρίσκεται σε κομβικό σημείο, στα σύνορα Αιτωλοακαρνανίας-Ευρυτανίας ,πανοραμικά της Λίμνης Κρεμαστών, και το χωριό διεκδικεί και η Ευρυτανία λόγω του φυσικού του κάλους και του φανταστικού πανέμορφου σκηνικού του. Σημειώστε πως οι θεατές που παρακολούθησαν τις μέχρι τώρα καλλιτεχνικές δραστηριότητες του Θεατρικού Εργαστηρίου Ιδεών Αγαλιανού, ήρθαν από Πάτρα, Μεσολόγγι, Αγρίνιο, Παρακαμπύλια, Προυσό και τα περισσότερα χωριά της Ευρυτανίας έως και από Καρπενήσι.
Η Επισκοπή είναι χωριό ακριβώς στα σύνορα Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας, δίπλα στην ομώνυμη με αυτό Γέφυρα της Επισκοπής που ενώνει τους δύο νομούς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, σε υψόμετρο 300 μέτρων. Κατά την απογραφή του 2001 το χωριό είχε 47 κατοίκους. Η διακύμανση του πληθυσμού του χωριού είναι η εξής:
Η Επισκοπή ήταν ένα μεγάλο χωριό, στο σημείο που περνούσε ο ποταμός Μέγδοβας. Το μέρος ήταν πεδινό, το πιο εύφορο του νομού Ευρυτανίας, και το χωριό βρισκόταν ακριβώς πάνω στον οδικό άξονα που συνδέει το Καρπενήσι με το Αγρίνιο.
Το 1965, άρχισε η κατασκευή του φράγματος των Κρεμαστών το οποίο δημιούργησε την ομώνυμη τεχνητή λίμνη τα νερά της οποίας κατέκλυσαν την Επισκοπή και τα άλλα μικρότερα χωριά της περιοχής. Οι κάτοικοι του χωριού, αφού πήραν κάποιες αποζημιώσεις για τις χαμένες τους περιουσίες, εγκατέλειψαν την περιοχή και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Αγρίνιο αλλά και σε άλλες πόλεις όπως στο Καρπενήσι, στη Λαμία, στην Αθήνα, αλλά και στο εξωτερικό.
Κάποιοι κάτοικοι, ωστόσο, παρέμειναν στην περιοχή και έχτισαν το σημερινό μικρό χωρίο που βρίσκεται δίπλα από τη γέφυρα που ενώνει Ευρυτανία και Αιτωλοακαρνανία. Απέναντι ακριβώς, στην πλευρά της Αιτωλοακαρνανίας βρίσκεται το χωριό Ψηλόβραχος. O Ψηλόβραχος είναι ένα από τα πιο ιστορικά χωριά της ορεινής Τριχωνίδας. Το χωριό μας είναι χτισμένο στις παρυφές της Τσόκας σε υψόμετρο 330 μετρών και έχει 80 μόνιμους κατοίκους. Φημίζεται για εύκολα προσβάσιμα σπήλαια, πλούσια σε σταλαγμίτες και σταλαχτίτες, για την σπηλιά του ήρωα Καραϊσκάκη καθώς και για την ξακουστή πηγή της Σάγδαρης, όπου γίνεται στις 6 Αυγούστου, το ετήσιο μεγάλο αντάμωμα όλων των κατοίκων των όμορων χωριών, όπως του Αγαλιανού, της Χαράστης και της Επισκοπής.
Το Τριχώνιο (Τοπική Κοινότητα Τριχωνίου – Δημοτική Ενότητα ΜΑΚΡΥΝΕΙΑΣ), ανήκει στον δήμο ΑΓΡΙΝΙΟΥ της Περιφερειακής Ενότητας ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
Ο νομός Αιτωλοακαρνανίας είναι ένας από τους πλουσιότερους νομούς της Ελλάδας σε υγρό στοιχείο. Η παρουσία πλήθους βιοτόπων γλυκού και υφάλμυρου νερού έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη αντίστοιχης υδροχαρούς βλάστησης. Στο χωριό Τριχώνιο της Γαβαλούς και στη θέση Λόγγος σώζεται το άγνωστο κατά πολλούς υδροχαρές δάσος φράξου.
Η δασική έκταση χωροθετείται, καταλαμβάνοντας έκταση 22 στρέμματα περίπου που δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας, παρόλο που οι εκτάσεις του προστατεύονται έμμεσα, επειδή αποτελούν τμήμα περιοχής που έχουν ενταχθεί στο οικολογικό δίκτυο Natura 2000 (GR2310009 Λίμνες Τριχωνίδας & Λυσιμαχίας) βάσει της Ευρωπαϊκής Κοινοτικής Οδηγίας 92/42.
Το παραλίμνιο δάσος έχει αναπτυχθεί σε εδάφος υγρό, πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες προσφέροντας πολλαπλές υπηρεσίες και αγαθά στους κατοίκους των παραλίμνιων οικισμών. Το ύψος ορισμένων κορμών του φωτόφιλου είδους Fraxinus angustifolia ξεπερνάει τα 25m με μέγιστη διάμετρο που φτάνουν τα 3,10cm. Παρουσιάζει μεγάλο χλωριδικό ενδιαφέρον στον ανώροφο και υπώροφο ενώ σε πολύ μικρή απόσταση βρίσκεται ο οικότοπος προτεραιότητας των ασβεστούχων βάλτων με κυρίαρχο είδος τον κοψίας (Cladius mariscus).
Η έκταση πριν από μερικά χρόνια κατακλυζόταν από τα νερά της Τριχωνίδας και προφυλασσόταν από τους αγροφύλακες για την παράνομη βόσκηση, την υλοτομία, τη λαθροθηρία κτλ. Για την εποπτεία του δάσους υπήρχε παρατηρητήριο σ’ έναν από τους ψηλότερους κορμούς και ελέγχανε όλη τη δασική έκταση και τον κάμπο της Γαβαλούς. Μόνο το Μεγάλο Σάββατο επιτρέπανε να βοσκήσουν τα ζώα εντός του Φραξιά.
Στο Τριχώνιο διαπιστώνεται η σκαλισμένη φλούδα σε ορισμένους κορμούς και χρησιμοποιούνταν για θεραπευτικές και βοτανικές ιδιότητες. Με το βράσιμο της φλούδας ο ζωμός χρησιμοποιούταν για φαρμακευτικούς σκοπούς στη χοληστερίνη.
Το δε ξύλο είναι σκληρό και εύκαμπτο ενώ θεωρείται από τα πιο αξιόλογα μαζί με αυτό της δρυός για τη δημιουργία αγροτικών εργαλείων και την παραγωγή εξοπλισμού στην επιπλοποιεία. Για το χωριό όμως του Τριχωνίου οι πεταμένοι κορμοί δεν πήγαιναν ποτέ χαμένοι. Τους χρησιμοποιούσαν για ξυλοπαραγωγικούς σκοπούς ενώ σε δημοπρασία η κοινότητα εξασφάλισε χρήματα για την θέρμαση του σχολείου και την εκκλησία του χωριού.
Ο Φραξιάς παρουσιάζει και ορνιθολογικό ενδιαφέρον ενώ δεν είναι λίγα τα δασόβια πουλιά που αναπαράγονται, ζουν και βρίσκουν κάλυψη για τις φωλιές τους πάνω στους νερόφραξους ενώ άλλα είναι περαστικά και έρχονται για την ξεκούρασή τους. Περιμετρικά της Τριχωνίδας έχουν παρατηρηθεί πλέον των 200 ειδών ενώ 50 από αυτά είναι σπάνια.
Με λίγη υπομονή και αν είμαστε τυχεροί μπορούμε να παρατηρήσουμε δρυοκολάπτη, δενδροτσοπανάκο, μυγοχάφτη, σακκουλοπαπαδίτσα, σπίνο, χουχουριστή, μπούφο, κάργες, κουρούνες, κίσσα, καλαμόκιρκο, τους περαστικούς πελαργούς και πολλούς ερωδιούς κτλ.
Το δασικό οικοσύστημα έχει και ιστορική αξία. Την περίοδο της κατοχής ένα άρμα των Γερμανών βούλιαξε στο ρέμα της Γαβαλούς. Οι Γερμανοί στρατιώτες διαπίστωσαν με τα κυάλια τους να παρακολουθούν τις κινήσεις τους δυο νεαροί. Αυτοί ήταν σκαρφαλωμένοι πάνω στους νερόφραξους. Τους εντόπισαν, τους κατέβασαν από τα δέντρα, τους σταύρωσαν τα χέρια και τους σκότωσαν εξ’ επαφής. Για την μνήμη των νεαρών πεσόντων έχει τοποθετηθεί και ένα εκκλησάκι. Σε εκείνο το σημείο μάλιστα βρίσκεται η φυσική πηγή με την ονομασία «αμπλάς» μιας και το νερό αμπλίζει όπως λένε οι κάτοικοι καθόλη τη διάρκεια του έτους.
Το πολύτιμο παραλίμνιο δάσος Φράξου αποτελεί αποσπασματικά τμήμα που καταλάμβανε μεγαλύτερες εκτάσεις παλαιότερα. Αυτό αποδεικνύεται χαρακτηριστικά από το γεγονός ότι η συνέχεια του διακόπτεται από γεωργικές καλλιέργειες. Η έκταση του ήταν πενταπλάσια όταν εκριζώθηκε το 1915 και η γη αποδόθηκε σε καλλιέργεια και κατακερματίστηκε η δομή του. Πλήθος ανθρωπογενών επεμβάσεων με σημαντικότερες τις αποξηράνσεις και το χειρισμό του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, η εντατική βόσκηση οδήγησαν στην καταστροφή, αλλοίωση των λειτουργιών και υποβάθμιση του βιοτόπου.
Παρόλο που τα δάση φράξου έχουν μειωθεί δραματικά, στην Αιτωλοακαρνανία έχουν εντοπιστεί θέσεις και συστάδες στην Αστροβίτσα Αιτωλικού, στο Λεσίνι που έχει χαρακτηριστεί και Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης, στο Δρυμό, στη λίμνη Βουλκαριά και στη λεκάνη απορροής του Αχελώου.
Ο Φραξιάς Τριχωνίου έχει τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης και να αξιοποιηθεί. Παρόλο που δεν έχει ξεκαθαρίσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η ζωτικότητα του δάσους αλλά και το χωριό Τριχώνιο έχουν την δυνατότητα να αποτελέσουν έναν από τους σημαντικότερους πόρους του οικολογικού κεφαλαίου της περιοχής με την ανάπτυξη του οικοτουρισμού ήπιας ανάπτυξης συμβάλλοντας στην κατεύθυνση της προστασίας και ανάδειξης των φυσικών πόρων.
Η επίσκεψή μας μπορεί να συνδυαστεί ταυτόχρονα με την ορνιθοπαρατήρηση (birdwatching) στη Τριχωνίδα ενώ οι ασβεστούχοι βάλτοι, οι καλαμιώνες, η εναλλαγή των βιοτόπων και ο αιωνόβιος Τουρκικός πλάτανος (Platanus Orientalis) του χωριού, που γίνεται αντιληπτός από μακρινή απόσταση λόγω του μεγάλου ύψους, κεντρίζουν το ενδιαφέρον του κάθε επισκέπτη.