Οικολογική αξιολόγηση του παραλίμνιου δάσους Φράξου Τριχωνίου
Διονύσιος Μαμάσης
Περιβαλλοντολόγος-Χαρτογράφος, E-mail: info@mamasis.gr
Ο νομός Αιτωλοακαρνανίας είναι ένας από τους πλουσιότερους νομούς της Ελλάδας σε υγρό στοιχείο. Η παρουσία πλήθους βιοτόπων γλυκού και υφάλμυρου νερού έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη αντίστοιχης υδροχαρούς βλάστησης. Στο χωριό Τριχώνιο του Δήμου Μακρυνείας και στη θέση Λόγγος σώζεται το μη ανακηρυγμένο διατηρητέο μνημείο της φύσης, το άγνωστο κατά πολλούς υδροχαρές δάσος φράξου. Η παρούσα μελέτη, η οποία είναι σε εξέλιξη, αποτελεί μια προσπάθεια εκτίμησης της οικολογικής αξιολόγησης με επισκέψεις στο πεδίο και με αντίστοιχη μελέτη επεξεργασίας θεματικών χαρτών και ορθοφωτοχαρτών σε GIS.
Η δασική έκταση χωροθετείται, καταλαμβάνοντας έκταση 22 στρέμματα που δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας, παρόλο που οι παραπάνω εκτάσεις προστατεύονται έμμεσα, επειδή αποτελούν τμήμα περιοχής που έχουν ενταχθεί στο οικολογικό δίκτυο Natura 2000 βάσει της κοινοτικής οδηγίας 92/42.
Αποτελούν αποσπασματικά τμήμα δάσους που καταλάμβανε μεγαλύτερες εκτάσεις παλαιότερα. Αυτό αποδεικνύεται χαρακτηριστικά από το γεγονός ότι η συνέχεια του εν λόγω δάσους διακόπτεται από γεωργικές καλλιέργειες. Πλήθος ανθρωπογενών επεμβάσεων με σημαντικότερες την εκχέρσωση για εγκατάσταση καλλιεργειών και την εντατική βόσκηση οδήγησαν στην καταστροφή και υποβάθμιση ποσοστού του παραπάνω βιοτόπου με την παράλληλη αλλοίωση των λειτουργιών του.
Το παραλίμνιο δάσος έχει αναπτυχθεί σε εδάφος υγρό, πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες ενώ το ύψος ορισμένων από τους κορμούς των δέντρων του φωτόφιλου είδους Fraxinus angustifolia ξεπερνάει τα 25m. Μάλιστα πριν από μερικά χρόνια η έκταση κατακλυζόταν από τα νερά της λίμνης Τριχωνίδας. Ο Φραξιάς Τριχωνίου παρουσιάζει μεγάλο χλωριδικό ενδιαφέρον στον ανώροφο και υπώροφο ενώ σε πολύ μικρή απόσταση βρίσκεται ο οικότοπος προτεραιότητας των ασβεστούχων βάλτων. Από ορνιθολογικής άποψης δεν είναι λίγα τα πουλιά που αναπαράγονται, ζουν και βρίσκουν κάλυψη για τις φωλιές τους πάνω στους νερόφραξους.
Το δασικό οικοσύστημα έχει και ιστορική αξία. Παρόλο βέβαια που δεν έχει ξεκαθαρίσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς, έχει την δυνατότητα να αποτελέσει έναν από τους σημαντικότερους πόρους του οικολογικού κεφαλαίου της περιοχής με την ανάπτυξη του οικοτουρισμού σε συνάρτηση φυσικά με το υγροτοπικό σύστημα της Τριχωνίδας και να συμβάλει στην κατεύθυνση της προστασίας και ανάδειξης των φυσικών πόρων. Λόγω της ιδιαιτερότητας κρίνεται αναγκαία η υλοποίηση-εφαρμογή διαχειριστικού δασικού σχεδίου στα πλαίσια της προστασίας, της διατήρησης, της αειφορίας και της ορθολογικής διαχείρισης.
Δυο πολύτιμα δασικά οικοσυστήματα Φράξου με κυρίαρχο είδος τους νερόφραξους (Fraxinusangustifolia) έχει την τύχη να φιλοξενεί η Αιτωλοακαρνανία. Η παρουσία πλήθους βιοτόπων γλυκού και υφάλμυρου νερού έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη αντίστοιχης υδροχαρούς βλάστησης.
Στο χωριό Τριχώνιο και μόλις 100 μέτρααπό τις όχθες της λίμνης Τριχωνίδας στη θέση Λόγγος σώζεται το διατηρητέο μη ανακηρυγμένο μνημείο της φύσης. Αντίστοιχα στο Λεσίνι και στα δυτικά του ποταμού Αχελώου το σπάνιο δάσος φράξου διακρίνεται για την σπανιότητα του, την φυσική του ομορφιά, την οικολογική και βιολογική αξία. Και τα δυο αποτελούν σήμερα βιογενετικά αποθέματα.
Στο Τριχώνιο η δασική έκταση οριοθετείται στα 22 στρέμματα και δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας, παρόλο που οι εκτάσεις του προστατεύονται έμμεσα, επειδή αποτελούν τμήμα περιοχής που έχουν ενταχθεί στο οικολογικό δίκτυο Natura 2000 (GR2310009). Η έκταση ήταν πενταπλάσια (εκριζώθηκε το 1915 και η γη αποδόθηκε σε καλλιέργεια) και αποτελεί αποσπασματικά τμήμα δάσους που καταλάμβανε μεγαλύτερες εκτάσεις παλαιότερα. Αυτό αποδεικνύεται χαρακτηριστικά από το γεγονός ότι η συνέχεια του εν λόγω δάσους διακόπτεται από γεωργικές καλλιέργειες.
Ο Φραξιάς του Λεσινίου θεωρείται το μοναδικό ενιαίο υπόλειμμα τέτοιου τύπου δάσους στην Ελλάδα με μεγάλη οικολογική αξία. Το 1985 ανακηρύχθηκε Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης ως πολύτιμο υπόλειμμα αυτοφυούς φυτοκοινωνίας με ιδιαίτερο βοτανικό, φυτογεωγραφικό και αισθητικό ενδιαφέρον και ανήκει στο Εθνικό Πάρκο Μεσολογγίου Αιτωλικού.
Η έκταση του καταλάμβανε τα 80.000 στρέμματα αλλά λόγω αποστραγγιστικών έργων, εργασιών αποξηράνσεως, απαλλοτριώσεων και γεωργικών εκμεταλλεύσεων ο φραξιάς μειώθηκε δραματικά στα 460 στρέμματα περίπου. Η περιήγηση πραγματοποιείται από το πλακόστρωτο μονοπάτι μήκους 3,5 χλμ όπου εντυπωσιάζει τον επισκέπτη από το τοπίο και τους ήχους των πουλιών.
Το ύψος ορισμένων αιωνόβιων κορμών του φωτόφιλου είδους Fraxinus angustifolia ξεπερνάει τα 25m με μέγιστη διάμετρο που φτάνουν τα 3,10cm. Παράλληλα ο οικότοπος περιλαμβάνει ασημόλευκες,ασημοϊτιές πνιγμένες από αναρριχητικά φυτά και θαμνώδη είδη παρουσιάζοντας μεγάλο χλωριδικό ενδιαφέρον στον ανώροφο και υπώροφο.
Και τa δυο υγροτοπικά δάση έχουν αναπτυχθεί σε εδάφος υγρό, πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες προσφέροντας πολλαπλές υπηρεσίες και αγαθά στους κατοίκους.
Ο Ιπποκράτης και ο Θεόφραστος αναφέρουν ότι τα φύλλα του φράξου περιέχουν πολλές δεψικές και βλεννώδεις ουσίες και αρωματικά έλαια. Χρησιμοποιούνταν στους ρευματισμούς ενώ ο ζωμός του φλοιού σαν ανακουφιστικό πικρό τονωτικό για την ελονοσία. Σε ορισμένους κορμούς και ιδιαίτερα στο Τριχώνιο διαπιστώνεται η σκαλισμένη φλούδα που χρησιμοποιούνταν για θεραπευτικές και βοτανικές ιδιότητες. Με το βράσιμο της ο ζωμός που δημιουργείται χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς για τη χοληστερίνη.
Το δε ξύλο είναι σκληρό και εύκαμπτο ενώ θεωρείται από τα πιο αξιόλογα μαζί με αυτό της δρυός για τη δημιουργία αγροτικών εργαλείων και την παραγωγή εξοπλισμού στην επιπλοποιεία. Για το χωριό όμως του Τριχωνίου οι πεταμένοι κορμοί δεν πήγαιναν χαμένοι. Τους χρησιμοποιούσαν για ξυλοπαραγωγικούς σκοπούς ενώ σε δημοπρασία η κοινότητα εξασφάλισε χρήματα για την θέρμαση του σχολείου και την εκκλησία του χωριού.
Παρόλο τις ανθρωπογενές επεμβάσεις αρκετά είδη του ζωικού βασιλείου βρίσκουν καταφύγιο διαβίωσης και ιδιαίτερα απαντώνται αμφίβια και ερπετά λόγω της εδαφικής υγρασίας. Το ορνιθολογικό ενδιαφέρον έντονο ενώ δεν είναι λίγα τα δασόβια πουλιά που αναπαράγονται, ζουν και βρίσκουν κάλυψη για τις φωλιές τους πάνω στους νερόφραξους ενώ άλλα είναι περαστικά και διέρχονται για την ξεκούρασή τους.
Στην Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια γενικότερα φυτοκοινωνίες του είδους είναι πολύ σπάνιες λόγω των υπερβολικών υλοτομιών και παρόλο που τα δάση φράξου έχουν μειωθεί δραματικά στην Αιτωλοακαρνανία έχουν εντοπιστεί θέσεις και συστάδες όπως στην Αστροβίτσα Αιτωλικού, στο Δρυμό, στο Λουτράκι και στη λίμνη Βουλκαριά.
Λόγω της περιβαλλοντικής ιδιαιτερότητας τους, η ζωτικότητα τους κρίνεται αναγκαία και απαιτείται άμεσα η εφαρμογή διαχειριστικού δασικού σχεδίου στα πλαίσια της αειφορίας και της ορθολογικής διαχείρισης.
Παράλληλα έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν οικοτουριστικά και να αποτελέσουν έναν από τους σημαντικότερους πόρους του οικολογικού κεφαλαίου της περιοχής μας με την ανάπτυξη του οικοτουρισμού ήπιας ανάπτυξης συμβάλλοντας στην κατεύθυνση της προστασίας και ανάδειξης των φυσικών μνημείων.